Ποτήριο Άγιο

Ποτήριο Άγιο
Ποτήριο Άγιο το
Святой Потир – богослужебный сосуд, в который вливается вино и вода (οίνος και το ύδωρ) на проскомидии. Во время снисхождения Святого Духа на Божественной Литургии вино пресуществляется в Кровь Господа Иисуса Христа. В Святой Потир после преломления (см. μελισμός) Агнца полагается частица ΙΣ (Иисус) и другие части Честного Тела после причащения священнослужителей. Из него непосредственно, по древнему уставу, причащались верующие Честной Крови, позже ввели для причащения лжицу, см. λαβίδα
Этим.
< πίνω «пить»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "Ποτήριο Άγιο" в других словарях:

  • δισκοπότηρο — το (Μ δισκοπότηρον και δισκοποτήριον) 1. το άγιο ποτήριο τής θείας κοινωνίας μαζί με τον δίσκο 2. το άγιο ποτήριο 3. κάθε αντικείμενο που έχει το σχήμα τού ποτηριού τής θείας κοινωνίας νεοελλ. στον πληθ. τα δισκοπότηρα το σύνολο τών δίσκων και… …   Dictionary of Greek

  • ποτήρι — το / ποτήριον, ΝΜΑ, και ποτίρριον Α [ποτήρ] 1. δοχείο, συνήθως γυάλινο, με το οποίο πίνει κανείς ένα υγρό 2. η ποσότητα υγρού που περιέχει ένα τέτοιο δοχείο, το περιεχόμενό του («ήπιε πέντε ποτήρια μπίρα») 3. μτφ. θλίψη, στενοχώρια, πικρία,… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εκκλησιαστικό Εκατονταπυλιανής Πάρου — Η εκκλησία της Εκατονταπυλιανής (ονομασία που πήρε από τις εκατό πύλες που, σύμφωνα με την παράδοση, είχε) ή Καταπολιανής (που σημαίνει κατά την πόλη, δηλαδή προς το μέρος της αρχαίας πόλης) θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της… …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • ζέω — (AM ζέω, Α και ζέννυμι, επικ. τ. ζείω) 1. βράζω, κοχλάζω («ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. φλέγομαι, κατέχομαι υπερβολικά από κάποιο συναίσθημα νεοελλ. μσν. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ). το ζέον 1. ζεστό νερό που προστίθεται στο …   Dictionary of Greek

  • κορποράλε — το (στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία) μικρό κομμάτι λευκού λινού υφάσματος το οποίο στρώνει ο ιερέας στην Αγία Τράπεζα για να εναποθέσει το Άγιο Ποτήριο και την όστια κατά τη θεία λειτουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. corporale, ουδ. τού επιθ. corporalis… …   Dictionary of Greek

  • αχρύσωτος — η, ο αυτός που δεν επιχρυσώθηκε: Το Άγιο Ποτήριο ήταν αχρύσωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»