δισκοπότηρο — το (Μ δισκοπότηρον και δισκοποτήριον) 1. το άγιο ποτήριο τής θείας κοινωνίας μαζί με τον δίσκο 2. το άγιο ποτήριο 3. κάθε αντικείμενο που έχει το σχήμα τού ποτηριού τής θείας κοινωνίας νεοελλ. στον πληθ. τα δισκοπότηρα το σύνολο τών δίσκων και… … Dictionary of Greek
ποτήρι — το / ποτήριον, ΝΜΑ, και ποτίρριον Α [ποτήρ] 1. δοχείο, συνήθως γυάλινο, με το οποίο πίνει κανείς ένα υγρό 2. η ποσότητα υγρού που περιέχει ένα τέτοιο δοχείο, το περιεχόμενό του («ήπιε πέντε ποτήρια μπίρα») 3. μτφ. θλίψη, στενοχώρια, πικρία,… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εκκλησιαστικό Εκατονταπυλιανής Πάρου — Η εκκλησία της Εκατονταπυλιανής (ονομασία που πήρε από τις εκατό πύλες που, σύμφωνα με την παράδοση, είχε) ή Καταπολιανής (που σημαίνει κατά την πόλη, δηλαδή προς το μέρος της αρχαίας πόλης) θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
ζέω — (AM ζέω, Α και ζέννυμι, επικ. τ. ζείω) 1. βράζω, κοχλάζω («ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. φλέγομαι, κατέχομαι υπερβολικά από κάποιο συναίσθημα νεοελλ. μσν. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ). το ζέον 1. ζεστό νερό που προστίθεται στο … Dictionary of Greek
κορποράλε — το (στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία) μικρό κομμάτι λευκού λινού υφάσματος το οποίο στρώνει ο ιερέας στην Αγία Τράπεζα για να εναποθέσει το Άγιο Ποτήριο και την όστια κατά τη θεία λειτουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. corporale, ουδ. τού επιθ. corporalis… … Dictionary of Greek
αχρύσωτος — η, ο αυτός που δεν επιχρυσώθηκε: Το Άγιο Ποτήριο ήταν αχρύσωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)